Στέρνες

Στέρνες
Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (622 κάτ., υψόμ. 170 μ.) στην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 1.382 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις οικισμοί, το Αεροδρόμιο (459 κάτ., υψόμ. 170 μ.), το Μαράθι (253 κάτ., υψόμ. 30 μ.) και το Κάτω Μαράθι (48 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (415 κάτ., υψόμ. 310 μ.), στην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα δυτικά του Πύργου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (20 τ. χλμ., 419 κάτ.), στην οποία ανήκει και η Μονή Κουδουμά (4 κάτ., υψόμ. 20 μ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …   Dictionary of Greek

  • νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες …   Dictionary of Greek

  • Θεκωέ — Βιβλική πόλη της Παλαιστίνης. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα και ήταν πατρίδα του προφήτη Αμώς. Η πόλη ήταν κατοικημένη έως τον 15ο αι. μ.Χ. Από την έκταση των σημερινών ερειπίων της φαίνεται ότι είχε σημαντικό μέγεθος. Στις ανασκαφές ήρθαν στο φως… …   Dictionary of Greek

  • Θηρασία — I Νησί (9 τ. χλμ., 268 κάτ.) των Κυκλάδων. Βρίσκεται κοντά στο δυτικό άκρο της Σαντορίνης. Οι ανατολικές ακτές του νησιού είναι απότομες, ενώ οι δυτικές και οι βόρειες ομαλές και αμμώδεις. Σχεδόν όλο το νησί είναι πεδινό με εξαίρεση την περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Ιεριχώ — (αραβ. Ariha, εβρ. Yeriho). Πόλη (14.744 κάτ. το 1997) στη Δυτική Όχθη, Β της Νεκράς θάλασσας και Δ του Ιορδάνη ποταμού, σε απόσταση 22 χλμ. από την Ιερουσαλήμ. Το 1994 η Ι. ήταν η πρώτη πόλη της Δυτικής Όχθης που περιήλθε στην Παλαιστινιακή Αρχή …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Υδροκίνησης (Δημητσάνας, Υπαίθριο) — Το μοναδικό στην Ελλάδα, και από τα λιγοστά στον κόσμο, υπαίθριο μουσείο υδροκίνησης άρχισε να λειτουργεί το 1997, ύστερα από δέκα χρόνια έρευνας και ανακατασκευής των κτιρίων από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα της Ελληνικής Τράπεζας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”